χαλκοάρας

χαλκοάρας
χαλκοᾰρᾱς (v. Leumann, Hom. Wörter, 66.)
1 bronze armed αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων (v. Wil., Herakles, 1. 81—2) I. 4.63

καὶ στράταρχον Αἰθιόπων ἄφοβον Μέμνονα χαλκοάραν I. 5.41

χα]λκοᾳρ[α (supp. Lobel) P. Oxy. 2445, fr. 32.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαλκήρης — ῆρες, και ποιητ. τ. χαλκοάρης και χαλκοάρας, ες, Α 1. επενδεδυμένος με χαλκό («χαλκήρεα τεύχεα», Ομ. Ιλ.) 2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ήρης* (Ι), πρβλ. χρυσ ήρης] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοάρης — και χαλκοάρας, ες, Α (ποιητ. τ.) βλ. χαλκήρης …   Dictionary of Greek

  • χαλκοαρᾶν — χαλκοᾱρᾶν , χαλκοάρας bronze armed masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοάραν — χαλκοά̱ρᾱν , χαλκοάρας bronze armed masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”